αρωγός

αρωγός
-ή, -ό (AM ἀρωγός, -όν) [αρήγω]
ο βοηθός, αυτός που συντρέχει
αρχ.
1. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος
2. ως ουσ. βοηθός στη μάχη ή συνήγορος στο δικαστήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀρωγός — aiding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρωγός, -ός, -ό — βοηθός, προστάτης: Στις προσπάθειές του αυτές αρωγός στάθηκε ο θείος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρωγόν — ἀρωγός aiding masc/fem acc sg ἀρωγός aiding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγοῖς — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγοί — ἀρωγός aiding masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγοῦ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγούς — ἀρωγός aiding masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγέ — ἀρωγός aiding masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγῷ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”